-
1 Αντάμα δε μοιάζουμε και η χωρισιά κακή είναι
– Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε• Вместе тесно, а врозь скучноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αντάμα δε μοιάζουμε και η χωρισιά κακή είναι
-
2 Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε
– Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε• Вместе тесно, а врозь скучноИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε
-
3 πάστα
η1) пирожное; 2) паста;πάστα των δοντιών — зубная паста;
3) перен.:τί πάστα είναι; — из какого теста он сделан?, что он за человек?;
όλοι τους είναι από μιά ( — или απ' την) ίδια πάστα — все они из одного теста (сделаны);
δεν είναι κακή πάστα αυτός — он неплохой человек
-
4 ώρες
в ночное время;η ώρες τού φαγητού (της ανάπαυσης) — час обеда (отдыха);
οι ώρες της εργασίας (των μαθημάτων) часы работы (занятий);ώρες ακροάσεων приёмные часы;είναι πολλή ώρες, πού εφυγε — прошло много времени с тех пор, как он уехал;
δεν είναι ώρες γι' αστεία — не время для шуток;
είναι ώρες να... — время, пора (делать что-л.);
πρίν της ώρεςας — или πρίν την ώρες — раньше времени, преждевременно;
εν ώρες πολέμου — в военное время;
3) часы;δεν έχω ώρες απάνω μου — у меня нет при себе часов;
4) уст. время года;εν ώρες χείμώνος — зимой, в условиях зимы, в зимнее время;
αί ώραι τού έτους времена года;§ ώρες καλή! — или η ώρες η καλή! — доброго пути!;
ώρες του καλή! — скатертью дорога!;
καλή του ώρες — дай бог ему здоровья;
καλή ώρες — а) в добрый час;
б) точно такой, (как);μιά ολόκληρη ώρες — битый час;
ώρες της αιχμής (или του συνωστισμού) часы пик;φαγητό της ώρεςας — заказное блюдо;
προς ώρεςαν — временно, на время;
από ώρες σε ώρες — или από ώρεςας εις ώρεςαν — или ώρες τη ώρες — или ώρες με την ώρες — с часу на час, очень скоро;
σήμανε η ώρες — пробил час;
μιά ώρες πρωτήτερα — чем раньше, тем лучше;
απάνου στην ώρες — как риз в тот момент;
γιά ( — или διά) την ώρες — пока (что);
στην ( — или εις την, με την) ώρες σου — вовремя, кстати;
παρ' ώρεςαν — не вовремя;
είναι στην ώρες της — она скоро родит;
δεν βλέπω την ώρες να... — страстно желать..., ждать не дождаться (чего-л.);
κακή ώρες να τον εΰρει ( — или να τον έχει) — чтоб ему ни дна ни покрышки
-
5 γνώμη
I η1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;
ορθή γνώμη — правильное мнение;
ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;
αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;
λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;
έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;
δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;
έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;
έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;
κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;
συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;
είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;
είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;
συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;
τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;
2) см. γνωμάτευση;γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);
γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;
3) мысли; желания, намерения;4) согласие, одобрение;χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;
5) характер, нрав; натура;δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;
ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;
§ κοινή γνώμη — общественное мнение;
υποβαλλω γνώμη — предлагать
γνώμη2II η фольк, жена гнома
См. также в других словарях:
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek